επιβροχή — ἐπιβροχή, η (Α) διαπότιση, βρέξιμο … Dictionary of Greek
ἐπιβροχή — wetting fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβροχαῖς — ἐπιβροχή wetting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβροχαί — ἐπιβροχή wetting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβροχήν — ἐπιβροχή wetting fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… … Dictionary of Greek
ἐπιβροχάς — ἐπιβροχά̱ς , ἐπιβροχή wetting fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβροχῆς — ἐπιβροχέω tie with a noose pres ind act 2nd sg (doric) ἐπιβροχή wetting fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβροχῶν — ἐπιβροχέω tie with a noose pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἐπιβροχή wetting fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)